ἡμιμαθής

ἡμιμαθής
ἡμιμαθής
half-learned
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ημιμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που δε γνωρίζει καλά κάτι. 2. μισομορφωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

  • ασυγκρότητος — η, ο νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος 2. ακατάρτιστος, ημιμαθής αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους 2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιμάθεια — η (Α ἡμιμάθεια) [ημιμαθής] έλλειψη εμβρίθειας και ακρίβειας τών γνώσεων, ατελής γνώση, ανεπάρκεια γνώσεων, κυρίως επιστημονικών, πασάλειμμα …   Dictionary of Greek

  • ημιπαίδευτος — η, ο (Α ἡμιπαίδευτος, ον) αυτός που είναι κατά το ήμισυ, ατελώς μορφωμένος, ο ημιμαθής …   Dictionary of Greek

  • ολιγογράμματος — και λιγογράμματος, η, ο (ΑΜ ολιγογράμματος, ον) αυτός που αποτελείται από λίγα γράμματα («ολιγογράμματη επιγραφή») νεοελλ. μσν. αυτός που έμαθε λίγα γράμματα, ολιγομαθής, ημιμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γράμμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • Καταρτζής, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1730; – Βουκουρέστι 1807). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν γνωστός και ως Φωτιάδης. Καταγόταν από εύπορη φαναριώτικη οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού Διαφωτισμού και ο πιο πρώιμος θεωρητικός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”